Πισιδία

Πισιδία
4099 Πισιδία
{собств., 2}
Писидия (смолистый, смоляной).
Провинция Малой Азии, расположенная в ее центральной, гористой части западнее Галатии (Деян. 13:14; 14:24).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "Πισιδία" в других словарях:

  • πισιδιά — Χώρα της αρχαίας Μικράς Ασίας, στα βόρεια της Παμφυλίας. Οι κάτοικοί της είχαν την ίδια καταγωγή με τους Φρύγες και Κίλικες, ήταν τραχύς πολεμικός λαός και είχαν αγωνιστεί με γενναιότητα για την ανεξαρτησία τους. Οι κυριότερες πόλεις της Π. είχαν …   Dictionary of Greek

  • Μικρά Ασία — Χερσονησιακή περιοχή στο δυτικότερο τμήμα της ασιατικής ηπείρου. Πολιτικά ανήκει στην Τουρκία. Έχει περίπου ορθογώνιο σχήμα και ορίζεται στα Β από τον Εύξεινο Πόντο, στα ΒΔ από τον Βόσπορο και την Προποντίδα, στα Δ από το Αιγαίο και στα Ν από τη… …   Dictionary of Greek

  • Chaldene (Mythologie) — Chaldene (griechisch Χαλδήνη) ist in der griechischen Mythologie die Geliebte des Zeus. Aus dieser Verbindung geht Solymos, der eponyme Heros der Solymner hervor, die später Pisidier genannt wurden.[1] Bei Antimachos von Kolophon wird sie… …   Deutsch Wikipedia

  • ФРИГИЯ —    • Phrygia,          Φρυγία, область Малой Азии, охватывавшая первоначально всю внутреннюю часть западной половины полуострова, и, кроме того, присоединенный впоследствии к Мисии южный берег Пропонтиды до Геллеспонта, с главным городом… …   Реальный словарь классических древностей

  • Писидия — Малая Азия на карте 15 века Писидия (греч …   Википедия

  • Solymvs — SOLYMVS, i, Gr. Σόλυμος, ου, Jupiters und der Chaldena Sohn, von welchem die Solymi den Namen hatten. Steph. Byz. in Πισιδία …   Gründliches mythologisches Lexikon

  • Πέργαμος — Oνομασία αρχαίων πόλεων. 1. Αρχαία ελληνική πόλη της Μυσίας της Μικράς Ασίας, κοντά στη σημερινή Μπεργκαμά, 80 χλμ. Β της Σμύρνης. Χτισμένη στην κορυφή ενός λόφου, αναπτύχθηκε γύρω από ένα φρούριο, από το οποίο πήρε και το όνομά της. Κατά την… …   Dictionary of Greek

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • παμφυλία — Χώρα της Μικράς Ασίας, στο νότιο τμήμα της και κατά μήκος της Μεσογείου, όπου σχηματίζει το Παμφύλιο πέλαγος ή κόλπο της Αττάλειας. Το στενό σχήμα της χώρας εκτείνεται μεταξύ του νοτιότατου ακρωτηρίου της Μικράς Ασίας, του Ανεμουρίου (Αναμούρ)… …   Dictionary of Greek

  • σέριφο — το / σέριφον, ΝΑ [σέριφος] το γνωστό με τη λόγια ονομασία αψίνθιον το θαλάσσιον φυτό ή, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, το είδος Αrtemisia arborescens, γνωστό σήμερα με τις κοινές ονομασίες αψιθιά, αψιφιά ή πισιδιά …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»